ακόντιο

ακόντιο
Όπλο και αθλητικό όργανο ρίψης, το οποίο αποτελείται από ένα κοντάρι με μεταλλική αιχμή. Στην αρχαία Ελλάδα το χρησιμοποιούσαν και με τις δύο του αυτές ιδιότητες. Ως όπλο ήταν μικρό δόρυ που το χρησιμοποιούσαν σε συγκρούσεις από μικρή απόσταση και το έριχναν με το χέρι ή και με μηχανές. Συχνά το χρησιμοποιούσαν και ως κυνηγετικό όπλο. Το αθλητικό α. πιθανότατα δεν είχε αιχμή, γι’ αυτό και το αποκαλούσαν αποτομέα. Όπως φαίνεται σε σωζόμενες παραστάσεις, το μήκος του ήταν περίπου όσο το ύψος εφήβου και περίπου στο μέσο είχε δεμένη ταινία που σχημάτιζε θηλιά, την αγκύλη. Οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν δύο ειδών α.: τη hasta, ελαφρύ α. μήκους περίπου 2 μ. μαζί με τη σιδερένια αιχμή, βάρους 0,7-1,2 κιλών, που μπορούσε να εκσφενδονιστεί με μικρή φόρα σε απόσταση περίπου 25 μ. και με το οποίο ήταν συνήθως οπλισμένοι οι λεγεωνάριοι, και το pilum, πολύ βαρύτερο από το προηγούμενο, που οι στρατιώτες το έριχναν από επάνω προς τα κάτω εναντίον των εχθρών που προσπαθούσαν να ανέβουν στα τείχη.Οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν α. μήκους άνω των 2 μ., τα οποία ονόμαζαν ριπτάρια. Για να αποκτούν μεγαλύτερη ορμή τα έριχναν συχνά με μηχανές, τα λεγόμενα μάγγανα, ενώ στις πολιορκίες χρησιμοποιούσαν πυρφόρα α. Η ρίψη α. ως αγώνισμα αναφέρεται συχνά από τον Όμηρο. Στους αγώνες προς τιμήν του Πάτροκλου νικητές στον ακοντισμό αναδείχτηκαν ο Αγαμέμνονας και ο Μηριόνης (Ιλιάδα),ενώοι μνηστήρες της Πηνελόπης συναγωνίζονταν στο α. σε ειδικό χώρο (Οδύσσεια). ακοντισμός. Ο ακοντισμός ως αθλητική άσκηση είναι γνωστός από την αρχαιότητα, δεν αποτελούσε όμως ξεχωριστό αγώνισμα, αλλά ένα από τα αγωνίσματα του πεντάθλου. Η αρχαιότερη καταγεγραμμένη αναφορά του βρίσκεται στο Ψ της Ιλιάδας, στους αγώνες που προκήρυξε ο Αχιλλέας προς τιμήν του σκοτωμένου φίλου του Πάτροκλου. Στους ιστορικούς χρόνους, το α. με το οποίο αγωνίζονταν οι αθλητές ήταν μια λεπτή, ελαφριά βέργα, με μήκος ίσο με το ύψος του ακοντιστή (πελταστικό α.). Υπήρχαν δύο είδη ακοντισμού: ο ακοντισμός σε μάκρος (εκηβόλος) και ο ακοντισμός σε στόχο (στοχαστικός). Στους αγώνες έριχναν το α. σε μάκρος, ενώ ο ακοντισμός σε στόχο διεξαγόταν κυρίως στα γυμναστήρια για να ασκούνται οι νέοι. Στην περίπτωση αυτή, τοποθετούσαν στην άκρη του α. αιχμή σιδερένια ή ορειχάλκινη, παρόμοια με εκείνην που είχαν και τα πολεμικά α. Το α. που έριχναν σε μάκρος λεγόταν αποτομεύςαποτομάς. Ο Ξενοφώντας συνιστά στους νέους τον στοχαστικό ακοντισμό. Σε ορισμένες περιοχές, οι ακοντιστές ήταν έφιπποι. Έτσι, στο Άργος, οι καβαλάρηδες που σκόπευαν καλά με α., έπαιρναν ως βραβείο χάλκινη ασπίδα. Για τον εκηβόλο ακοντισμό χρησιμοποιούσαν πολλές φορές την αγκύλη, είδος σφεντόνας που έδινε μεγαλύτερη προωθητική δύναμη στο α. Η ρίψη γινόταν από ένα σταθερό σημείο, μια γραμμή που λεγόταν βαλβίς. Η απόσταση που διέτρεχε το α. από τη βαλβίδα έως το σημείο που έπεφτε, ονομαζόταν ακόντισμα. Ο ακοντισμός είναι σήμερα από τα θεαματικότερα αγωνίσματα του κλασικού αθλητισμού. Βλ. λ. αθλητισμός. Αθλητής ο οποίος ασκείται στη ρήψη του ακοντίου. Η παράσταση προέρχεται από αγγείο.
* * *
το (Α ἀκόντιον) [ἄκων Ι]
1. μικρό δόρυ που αποτελείται από ξύλινο στέλεχος και σιδερένια αιχμή, μέσο επιθετικό ή για άσκηση
2. το αγώνισμα τής ρίψης τού ακοντίου, ακόντισμα, ακοντισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ακόντιο — το 1. μακρύ ξύλινο ραβδί με σιδερένια μύτη: Το ακόντιο ήταν αγώνισμα και παλιά και σήμερα. 2. κοντάρι που χρησιμοποιείται σε τοπογραφικές μετρήσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακλίς ή ακλύς — Ακόντιο των Ρωμαίων στρατιωτών, με λεπτό και κυλινδρικό σώμα, που ήταν δεμένο με σκοινί, ώστε μετά τη ρίψη του να μπορούν να το τραβούν πίσω και να το ξαναχρησιμοποιούν …   Dictionary of Greek

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • βέλος — Όπλο σχήματος μικρού ακοντίου, συνήθως από ξύλο, λίγο περισσότερο μακρύ από μισό μέτρο, που ρίχνεται με το τόξο. Εκτός από το ακόντιο, το β. αποτελείται από δύο κύρια μέρη, την αιχμή και τη γλυφή. Η πρώτη, προορισμένη να χτυπά τον στόχο, στους… …   Dictionary of Greek

  • γαίσος — γαῑσος και γαισός, ο και γαῑσον, το (Α) είδος σιδερένιου ακοντίου με πλατιά αιχμή (που το χρησιμοποιούσαν οι Ίβηρες, οι Καρχηδόνιοι, οι Κελτοί και οι Λίβυες). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γαίσος όπως και η λατ. gaesum είναι δάνεια γαλατικής προελεύσεως. Ο ελλ.… …   Dictionary of Greek

  • ακοντίζω — (Α ἀκοντίζω) 1. ρίχνω το ακόντιο, εξακοντίζω «ἀκοντίζων τὸν ὗν τοῡ μὲν ἁμαρτάνει, τυγχάνει δὲ τοῡ Κροίσου παιδὸς» (Ηρόδ.) 2. χτυπώ με το ακόντιο «ὲς πλευρὰ καὶ πρὸς ἧπαρ ἠκοντίζετο» (Ευρ.) νεοελλ. 1. χτυπώ, λαβώνω με τη ματιά «και την καρδιά μου… …   Dictionary of Greek

  • ακόντισμα — το (Α ἀκόντισμα) [ἀκοντίζω] νεοελλ. 1. το ρίξιμο τού ακοντίου 2. το ακόντιο ως αγώνισμα αρχ. 1. η απόσταση που διανύει το ριπτόμενο ακόντιο 2. το ίδιο το ακόντιο 3. στον πληθ. τὰ ἀκοντίσματα οι ακοντιστές …   Dictionary of Greek

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • πένταθλο — Άθλημα σύνθετο από πέντε αγωνίσματα. Στην αρχαία Ελλάδα, όπου δημιουργήθηκε, περιλάμβανε άλμα, δίσκο, δρόμο, ακόντιο και πάλη. Σήμερα, το π. των αντρών, περιλαμβάνει άλμα σε μήκος, ακόντιο, δρόμο 200 μ., δισκοβολία και δρόμο 1.500 μ. Το γυναικείο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”